- δικαιοκτόνος
- δικαιο-κτόνος, ὁ, des Gerechten Mörder
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
δικαιοκτόνος — δικαιοκτόνος, ο (Α) ο φονιάς αθώων, δικαίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < δίκαιος + κτονος < κτείνω (πρβλ. αδελφοκτόνος, Βουλγαροκτόνος)] … Dictionary of Greek
δίκαιος — α και η, ο και δίκιος, α, ο (AM δίκαιος, α, ον) Ι. 1. αυτός που κρίνει δίκαια, που απονέμει δικαιοσύνη σύμφωνα με τους νόμους και τη λογική («ο δίκαιος κριτής γυρεύει να χωρίσει το δίκαιο από το άδικο») 2. ο νόμιμος («δίκαιος κληρονόμος») 3. ο… … Dictionary of Greek